ζουγλαίνω

ζουγλαίνω
(Μ ζουγλαίνω) [ζουγλός]
1. κάνω κάποιον ανάπηρο τραυματίζοντας τον στα άκρα
2. γίνομαι ανάπηρος, παραλύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”